-
1 δαφοινός
A tawny (as expld. by most Gramm., though some also give blood-reeking),δαφοινὸν δέρμα λέοντος Il.10.23
;δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός 2.308
;θῶες δ. 11.474
; λαῖφοςδ' ἐπὶ νῶτα δαφοινὸν λυγκὸς ἔχει h.Pan.23
; πῆμα δ., of the dragon Python, h.Ap.304;δ. ἀετός A.Pr. 1022
;λεόντων ἁ δ. ἴλα E.Alc. 581
(lyr.);δ. ἄγρα
tawny,Pi.
N.3.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφοινός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский